ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας τσαγκάρης, που χωρίς να φταίει, έπεσε σε μεγάλη φτώχεια. Και δεν τού 'μεινε πια τίποτα παρά μονάχα ένα κομμάτι δέρμα για ένα ζευγάρι παπούτσια. Κάθισε λοιπόν αποβραδίς κι έκοψε το δέρμα, για να ξυπνήσει το πρωί και να φτιάξει τα παπούτσια. Κι επειδή είχε ήσυχη τη συνείδηση του, έκανε το σταυρό του κι έπεσε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί.
Την άλλη μέρα, αφού ξύπνησε κι είπε την προσευχή το, ετοιμάστηκε να καθίσει στον πάγκο του να δουλέψει. Τι να δει όμως; Τα παπούτσια ήταν έτοιμα, στολισμένα πάνω στον πάγκο του! Τα πήρε στα χέρια του για να τα δει από κοντά κι ήταν στ' αλήθεια τόσο καλά δουλεμένα που ούτε μια βελονιά δεν ήταν στραβά κεντημένη, λες και τα 'χε φτιάξει ο καλύτερος τσαγκάρης της πολιτείας. Σε λίγο μπήκε μέσα ένας πελάτης κι επειδή τα παπούτσια τού άρεσαν πολύ, πλήρωσε διπλά για να τα αγοράσει. Ο τσαγκάρης μας λοιπόν αγόρασε δέρμα για δυο ζευγάρια παπούτσια. Το 'κοψε κι αυτό αποβραδίς να το 'χει έτοιμο την άλλη μέρα το πρωί να δουλέψει.
Το δέντρο
Σ' ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.
Ποτέ δεν είχε γνωρίσει του δάσους τη δροσιά. Δεν είχαν κελαηδήσει ποτέ στα φύλλα του πουλιά, με δυσκολία να το άγγιζε πού και πού κάποια πονετική ηλιαχτίδα που γλιστρούσε στα κρυφά ανάμεσα στις μουντές και άχαρες πολυκατοικίες που το περιστοίχιζαν.
Οι περαστικοί διάβαιναν δίπλα του με αδιαφορία, βλοσυροί και βιαστικοί, χωρίς να του δίνουν καθόλου σημασία, μερικοί μάλιστα πετούσαν αποτσίγαρα, φλούδια από κάστανα και λερωμένα χαρτομάντιλα κι άλλοι φτύνανε στο χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω από τη ρίζα του.
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, κατάλαβε από κάτι μηχανικούς με σκούρες καμπαρντίνες και κρεμαστά μουστάκια, που έσκυβαν και μουρμούριζαν κι όλο μετρούσαν σκυθρωποί, ότι θα πλάταιναν το δρόμο πλάι του. Κι αν συνέβαινε αυτό, τι τύχη το περίμενε; Θα το πελέκιζαν, θα το ξερίζωναν; Θα το πετούσαν μήπως στα σκουπίδια;
Η γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου έχει ιδιαίτερη θέση στο εορτολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και συνδέεται άμεσα με τη μοναδικότητα του προσώπου της Παναγίας στο έργο «της εν Χριστώ σωτηρίας» των ανθρώπων, αποτελώντας τη μεγαλύτερη από τις γιορτές που καθιέρωσε η Εκκλησία προς τιμήν της Μητέρας του Χριστού, τις ονομαζόμενες θεομητορικές εορτές.
Οι πρώτες μαρτυρίες για τον εορτασμό της Κοίμησης της Θεοτόκου εμφανίζονται τον πέμπτο αιώνα μΧ, γύρω στην εποχή που συγκλήθηκε η Γ' Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσου (451), που καθόρισε το θεομητορικό δόγμα και έγινε αιτία να αναπτυχθεί η τιμή στο πρόσωπο της Θεοτόκου.
Για πρώτη φορά φαίνεται να γιορτάστηκε στα Ιεροσόλυμα στις 13 Αυγούστου και λίγο αργότερα μετατέθηκε στις 15 του ίδιου μήνα.
Είχε δε γενικότερα θεομητορικό χαρακτήρα, χωρίς ειδική αναφορά στο γεγονός της Κοιμήσεως και ονομάζονταν «ημέρα της Θεοτόκου Μαρίας».
Κέντρο του πανηγυρισμού αναφέρεται στην αρχή ένα «Κάθισμα» (ναός), που βρίσκονταν έξω από τα Ιεροσόλυμα στον δρόμο προς την Βηθλεέμ. Η σύνδεση αυτής της γιορτής με την Κοίμηση της Θεοτόκου, έγινε στον ναό της Παναγίας, που βρισκόταν στη Γεσθημανή, το «ευκτήριο του Μαυρικίου», όπου υπήρχε και ο τάφος της.
Κατά την εκκλησιαστική παράδοση, της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου προηγείται νηστεία, η οποία καθιερώθηκε τον 7ο αιώνα. Αρχικά ήταν χωρισμένη σε δύο περιόδους: πριν από την εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και πριν από την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Ο ιστότοπος αυτός, χρησιμοποιεί μικρά αρχεία που λέγονται cookies τα οποία βοηθούν να βελτιωθεί η περιήγησή σας. Αν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι συμφωνείτε με αυτή την πολιτική...