Το αυγό, πανάρχαιο σύμβολο της γένεσης του κόσμου, της γέννησης της ζωής, το συναντάμε σε πολλές λατρείες, τόσο πρωτόγονες, όσο και περισσότερο εξελιγμένες.
Μια παράδοση αιώνων σε όλο σχεδόν τον κόσμο είναι το βάψιμο των αυγών. Την Μεγάλη Πέμπτη είναι το κατ' εξοχήν έθιμο που κυριαρχεί. Το επικρατέστερο χρώμα είναι το κόκκινο, γιατί είναι το χρώμα της χαράς, της Ανάστασης, της ελπίδας, της Αναγέννησης αλλά και της αποτροπής. Σχέδια, τρόποι βαψίματος και μύθοι για την επικράτηση αυτής της παράδοσης υπάρχουν αρκετά.
Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση, το Πάσχα βάφουμε κόκκινα αβγά επειδή συμβολίζουν το αίμα του Χριστού που έδωσε για τη σωτηρία του κόσμου.
Υπάρχει ένας μύθος που λέει πως μια μέρα μετά την Ανάσταση του Χριστού, η Μαρία η Μαγδαληνή πήγε στον Τιβέριο Καίσαρα και του ανακοίνωσε ότι αναστήθηκε ο Κύριος και ότι ακριβώς συνέβη. Δίπλα τους εκείνη τη στιγμή υπήρχε ένας άνθρωπος που κρατούσε ένα καλάθι με αυγά. Ο Καίσαρας έδειξε απορημένος και είπε στη Μαγδαληνή ότι, εάν αυτό που λέει, είναι αλήθεια, τότε τα αβγά, από άσπρα που είναι, να γίνουν κόκκινα. Έτσι κι έγινε και ο Καίσαρας έμεινε άναυδος.
Την Κυριακή των Βαΐων ο λαός μας τη γιορτάζει με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Σύμφωνα με το χριστιανικό εορτολόγιο καθιερώθηκε να ονομάζεται Κυριακή των Βαΐων, ή Κυριακή του Λαζάρου, ή Κυριακή Βαϊοφόρος, η προηγούμενη Κυριακή της εορτής της Ανάστασης.
Από την Κυριακή των Βαΐων αρχίζει ουσιαστικά η λεγόμενη Μεγάλη Εβδομάδα ή Εβδομάδα των Παθών. Κατά την ημέρα αυτή εορτάζεται η ανάμνηση της θριαμβικής εισόδου του Ιησού Χριστού στα Ιεροσόλυμα όπου, κατά τους συγγραφείς των Ιερών Ευαγγελίων, οι Ιουδαίοι τον υποδέχθηκαν κρατώντας βάια ή βάγια (κλάδους φοινίκων) και απλώνοντας στο έδαφος τα φορέματά τους ζητωκραύγαζαν «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».
Κατά τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού η εορτή της ανάμνησης αυτής τελούταν μαζί με την ανάσταση του Λαζάρου. Αργότερα η δεύτερη, η ανάσταση του Λαζάρου, μετατέθηκε κατά μία ημέρα πριν, το λεγόμενο Σάββατο του Λαζάρου.
Τα ψέματα της Πρωταπριλιάς είναι ένα έθιμο που μας έχει έρθει από την Ευρώπη. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές σχετικά με τον τόπο και τον χρόνο που γεννήθηκε το έθιμο αυτό. Δύο από αυτές, όμως, είναι οι επικρατέστερες.
Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, το έθιμο ξεκίνησε από τους Κέλτες. Λαός της βορειοδυτικής Ευρώπης, οι Κέλτες, ήταν δεινοί ψαράδες. Η εποχή του ψαρέματος ξεκινούσε την 1η Απριλίου. Όσο καλοί ψαράδες όμως και να ήταν, την εποχή αυτή του χρόνου τα ψάρια πιάνονται δύσκολα. Έτσι και αυτοί, όπως προστάζει ο "κώδικας δεοντολογίας" των ψαράδων όλων των εποχών, έλεγαν ψέματα σχετικά με τα πόσα ψάρια είχαν πιάσει. Αυτή η συνήθεια, έγινε με το πέρασμα του χρόνου έθιμο.
Η δεύτερη εκδοχή, που θεωρείται και πιο βάσιμη ιστορικά, θέλει γενέτειρα του εθίμου την Γαλλία του 16ου αιώνα. Μέχρι το 1564 η πρωτοχρονιά των Γάλλων ήταν η "1η Απριλίου". Την χρονιά αυτή όμως, και επί βασιλείας Καρόλου του 9ου, αυτό άλλαξε και Πρωτοχρονιά θεωρούνταν πλέον η 1η Ιανουαρίου. Στην αρχή αυτό δεν το δέχτηκαν όλοι οι πολίτες. Οι αντιδραστικοί συνέχιζαν να γιορτάζουν, την παλαιά πλέον, πρωτοχρονιά τους την 1η Απριλίου, ενώ οι υπόλοιποι τους έστελναν πρωτοχρονιάτικα δώρα για να τους κοροϊδέψουν. Το πείραγμα αυτό μετατράπηκε με τον καιρό σε έθιμο.
Η καημένη η θεια-Μαργαρώ κάπου θα βρίσκεται εκεί ψηλά τώρα στον παράδεισο, που τόσο πολύ πίστευε, παρέα με τ΄ αγγελάκια, στα «χρυσά τα σύννεφα», κοντά στην κυρά την Παναγία και όλους τους Αγίους, που θυμιάτιζε και μνημόνευε με τόσες μετάνοιες, κάθε απόβραδο μπροστά στο εικονοστάσι και προσκυνούσε με τρίδιπλες μετάνοιες στη μικρή ενοριακή της εκκλησιά...
Κι όμως, δεν το 'λπιζε να πάει κι έλεγε:
- Κολάζεται κανένας, γιε μου! Κολάζεται και δεν το καταλαβαίνει! Γι΄ αυτό, δεν πρέπει κανένας να ολιγωρεί και να κάνει τα πρεπούμενα. Εκείνα που μας έχουνε μάθει οι πατεράδες μας και που ξέρανε οι παλιοί...
Κι ανάμεσα σ΄ αυτά τα «πρεπούμενα», που ενέπνεε μιαν αληθινή και αφελής ευλάβεια και πίστη, τις μετάνοιες, τα θυμιάματα, τα σταυροκοπήματα, τ΄ αγιοκέρια που φώτιζαν με την ψιλή τους φλόγα, το εικονοστάσι της γωνιάς με τ΄ άσπρα νταντελωτά μπερντεδάκια, ολονυκτίες στα πανηγύρια, τους όρθρους στις μεγάλες δεσποτικές γιορτές, την ταχτική παρακολούθηση της λειτουργίας και την αυστηρή τήρηση όλων των θρησκευτικών καθηκόντων, η μεγάλη δουλειά ήτανε η Σαρακοστή κι η νηστεία... Νήστευε τα Τετραδοπαράσκευα, νήστευε τις προηγιασμένες, νήστευε των Αγίων Αποστόλων, το Δεκαπενταύγουστο, της Σταυροπροσκύνησης, κάθε φορά που το έγραφαν τα «χαρτιά» και που το νόμιζε αναγκαίο η ψυχούλα της. Μα η μεγάλη νηστεία ήταν η «Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή».
Ο ιστότοπος αυτός, χρησιμοποιεί μικρά αρχεία που λέγονται cookies τα οποία βοηθούν να βελτιωθεί η περιήγησή σας. Αν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι συμφωνείτε με αυτή την πολιτική...