Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου το 1851 και διαμορφώθηκε μέσα σε μια οικογένεια φημισμένων Τηνίων μαρμαρογλυπτών. Ο πατέρας και ο θείος του διατηρούσαν εργαστήρι μαρμαρογλυπτικής με υποκαταστήματα στη Σμύρνη, στο Βουκουρέστι και στον Πειραιά. Ο πατέρας του τον ξεχώριζε ως πρωτότοκο από τα πέντε αδέλφια του και τον προόριζε ως συνεχιστή της επιχείρησης.
Μεγαλώνοντας, θα αγαπήσει το μάρμαρο, όχι σαν το μέσο που θα του αποφέρει χρήματα, αλλά σαν το υλικό που πάνω του θα λαξέψει τις ζωηρές εικόνες του μυαλού του. Η ρήξη με τον πατέρα του ήρθε, αλλά ο Γιαννούλης κατάφερε να πετύχει το στόχο του. Να πάει στο Σχολείον των Τεχνών (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) με δάσκαλο τον Λεωνίδα Δρόση και από το 1872, με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, να συνεχίσει στην Ακαδημία του Μονάχου. Ο ταλαντούχος νέος εμπνέεται από την ελληνική μυθολογία και την αρχαιότητα και εκθέτει σπουδαία έργα όπως το «παραμύθι της Πεντάμορφης» και ο «Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα».
Η Έσθερ Άφουα Οκλόο (στα αγγλικά Esther Afua Ocloo, επίσης γνωστή σαν «θεία Οκλόο», γεννημένη ως Esther Afua Nkulenu στη Peki Dzake της Γκάνα στις 18 Απριλίου 1919 - απεβίωσε στις 8 Φεβρουαρίου του 2002 από πνευμονία) ήταν πρωτοπόρος επιχειρηματίας στον τομέα του μικροδανεισμού και φιλάνθρωπος, η πρώτη γυναίκα στα χρονικά που κέρδισε δίπλωμα μαγειρικής από σχολή του Λονδίνου.
Ξεκίνησε την εμπορική της δραστηριότητα ως πλανόδια μικροπωλητής μαρμελάδας και χυμών σε εφηβική ηλικία, τη δεκαετία του 1930 για να αποκτήσει τη δική της επιχείρηση στον τομέα επεξεργασίας τροφίμων στη Χρυσή Ακτή. Επί τρία έτη (1959 – 1961) υπήρξε η πρώτη πρόεδρος των επιχειρηματιών της Γκάνας, ενώ τη δεκαετία του 1970 ασχολήθηκε με την οικονομική υποστήριξη της γυναίκας σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδρύοντας μαζί με άλλους έναν ανεξάρτητο οικονομικό οργανισμό διεθνούς εμβέλειας (Women’s World Banking, 1976) Ένα χρόνο πριν (1975) κλήθηκε και συμμετείχε στην πρώτη Παγκόσμια Διάσκεψη για τις Γυναίκες στα Ηνωμένα Έθνη.
Το τραμ της Βαρκελώνης χτύπησε έναν ρακένδυτο άνδρα, σε μια πολυσύχναστη διασταύρωση της πόλης. Γύρω του μαζεύτηκε κόσμος. Μεταξύ αυτών και κάποιοι οδηγοί ταξί που θεώρησαν ότι ήταν ζητιάνος και αρνήθηκαν να τον μεταφέρουν. Ο Αντόνι Γκαουντί, που πέθανε τρεις μέρες μετά το ατύχημα, στις 10 Ιουνίου 1926, εκείνο το πρωί είχε βγει για λίγο στον κόσμο, από το εργαστήριό του, που βρισκόταν στην κρύπτη της Sagrada Familia. Τα τελευταία χρόνια δεν διατηρούσε τίποτα από την κομψότητα άλλων εποχών. Παραμελούσε την υγεία του, κυκλοφορούσε τυλιγμένος με κουβέρτες και έβγαινε στο δρόμο ξυπόλητος, σα να αδιαφορούσε πλήρως για τη γνώμη των άλλων.
Γεννήθηκε σε ένα χωριό της Καταλονίας στις 25 Ιουνίου 1852. Ήταν το τελευταίο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας και ο πατέρας του εργαζόταν ως βιομηχανικός χαλκουργός. Καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του υπέφερε από αρθρίτιδα, η οποία αρκετές φορές ήταν η αιτία να χάνει το σχολείο. Η περιπέτεια της υγείας του, για πολλούς μελετητές, σχετίζεται με την εμμονή του με τα κόκαλα και τους σκελετούς, τη μορφή των οποίων θα χρησιμοποιούσε αργότερα στα έργα του. Ο μικρός Αντόνι περνούσε τις ώρες του στο σπίτι του παππού του, παρατηρώντας την φύση σε όλες της τις εκφάνσεις. «Τα δέντρα απέναντι από το παράθυρό μου είναι τα αγαπημένα μου βιβλία αρχιτεκτονικής», συνήθιζε να λέει για χρόνια. Έγινε δεκτός στο τμήμα Αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης. Για να καταφέρει να σπουδάσει όμως, εργαζόταν παράλληλα ως βοηθός σε διάφορα αρχιτεκτονικά γραφεία της πόλης. Η θητεία του δίπλα στον αρχιτέκτονα Χοσέ Μέστρες τον έκανε να αναθεωρήσει πλήρως αρκετές αντιλήψεις του και να υιοθετήσει, μεταξύ άλλων, την άποψη ότι η φύση δημιουργεί από ανάγκη για χρηστικότητα και όχι για λόγους καλαισθησίας. Εκείνη την εποχή ήρθε σε επαφή με το νεοσύστατο κίνημα του μοντερνισμού, του οποίου θα γινόταν βασικός εκπρόσωπος.
Διάσημος ιταλός μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και σημειολόγος. Έγινε παγκόσμια γνωστός το 1980 με το πρώτο του μυθιστόρημα «Το όνομα του Ρόδου», που μεταφράστηκε σε 43 γλώσσες (και στα ελληνικά) και πούλησε περισσότερα από 10 εκατομμύρια αντίτυπα. Το επιστημονικό του έργο ήταν αφιερωμένο στη θεωρία της λογοτεχνίας, στην εξέλιξη των συγχρόνων κοινωνιών και στις σχέσεις ανάμεσα στην πρωτοποριακή τέχνη και το φαινόμενο της μαζικής επικοινωνίας.
Ο Ουμπέρτο Έκο (Umberto Eco) γεννήθηκε στην πόλη Αλεσάντρια του Πεδεμοντίου στις 5 Ιανουαρίου 1932 και ήταν o μοναχογιός του λογιστή Τζούλιο Έκο και της Τζοβάνα Μπίζιο. Φημολογείται ότι το επώνυμο «Έκο» είναι το αρκτικόλεξο των λέξεων «Ex Caelis Oblatus» («Θεϊκό Δώρο» στα λατινικά) και αποδόθηκε στον παππού του, που ήταν έκθετο, από ένα δημοτικό υπάλληλο. Έλαβε αυστηρή και καθολική σχολική αγωγή, αλλά το κριτικό του πνεύμα το οφείλει, όπως ο ίδιος έχει γράψει «... στον πατέρα μου, που μου δίδαξε να δυσπιστώ, και στη μητέρα μου που δίδαξε να το λέω...».
Αν και αρχικά παρακολούθησε σπουδές Νομικής, εγκατέλειψε αυτό τον τομέα και ακολούθησε σπουδές Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας. Ολοκλήρωσε τον κύκλο των σπουδών το 1954 με τη διδακτορική του διατριβή για τον Άγιο Θωμά τον Ακινάτη. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία κι εργάστηκε ως παραγωγός πολιτιστικών προγραμμάτων στη RAI, τη δημόσια ιταλική τηλεόρασης. Η θέση τού έδωσε την ευκαιρία να δει την κοινωνία μέσα από τα μάτια των ΜΜΕ, που τότε μονοπωλούνταν και ελέγχονταν από το κράτος.
Ο ιστότοπος αυτός, χρησιμοποιεί μικρά αρχεία που λέγονται cookies τα οποία βοηθούν να βελτιωθεί η περιήγησή σας. Αν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι συμφωνείτε με αυτή την πολιτική...