Ο Ψαραντώνης (Αντώνης Ξυλούρης) είναι ένας από τους πιο γνωστούς κρητικούς λυράρηδες. Γεννήθηκε το 1942 στα Ανώγεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνου Κρήτης και είναι αδελφός του Νίκου Ξυλούρη και του Γιάννη Ξυλούρη.
Ο ίδιος είναι μια ξεχωριστή μορφή της κρητικής μουσικής, διαθέτει μία φωνή με ιδιαίτερη χροιά και προσωπικό ύφος στο παίξιμο της λύρας και των άλλων παραδοσιακών οργάνων.
Έμαθε μουσική δίπλα στο μεγαλύτερο αδελφό του τον Νίκο από πολύ μικρός. Για πρώτη φορά έπαιξε σε γάμο σε ηλικία 13 ετών και πολύ γρήγορα απέκτησε φήμη παίζοντας σε γιορτές και πανηγύρια σε διάφορα μέρη και χωριά της Κρήτης.
Το 1964 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο 45 στροφών. Μέχρι σήμερα έχει εκπροσωπήσει πολλές φορές την Ελλάδα σε φεστιβάλ του εξωτερικού.
Ήταν μια φορά μια κοπέλα και πάει στον Ψαραντώνη με το τσιγάρο στο χέρι και του λέει:
- Μ΄ ανάβεις;
Και της απαντάει εκείνος:
- Όχι μπρε, λυράρης.
Μια φορά πάει ο Ψαραντώνης να διασχίσει με την μηχανή του ένα δρόμο από την πλευρά που απαγορευόταν η διέλευση. Τον σταματάει ο τροχονόμος που έτυχε να βρίσκεται εκεί και του λέει
- Εεε σύντεκνε πού πας;
- Ευθεία» του λέει ο Ψαραντώνης.
- Δεν επιτρέπεται να μπεις από δω, του λέει ο τροχονόμος.
- Γιάντα; σφουγγαρισμένα έχετε; λέει ο Ψαραντώνης.
Είναι ο Ψαραντώνης στο αμάξι του και τρέχει. Τον σταματάει ένας τροχονόμος και ετοιμάζεται να τον γράψει για υπερβολική ταχύτητα. Τον αναγνωρίζει όμως και του λέει:
- Βρε Ψαραντώνη γιατί έτρεχες; Τι θα γράψω εγώ τώρα στο χαρτί;
Και ο Ψαραντώνης:
- Γράψε πως δεν με είδες...
Στην Αθήνα βρέθηκε μέσα σε ένα βιβλιοπωλείο, κοιτάζοντας διάφορα βιβλία που τον ενδιέφεραν. Δίπλα του στεκόταν κάποιος που κρατούσε το κλειδί του αυτοκινήτου του και έξυνε επί ένα τέταρτο το αυτί του και μετά κοίταζε να δει τι έβγαζε. Αφού είχε σιχαθεί όσο δεν πάει άλλο και φανερά διαολισμένος γυρνά και του λέει:
- Μπρε συ κουμπάρε, αν δεν παίρνεις ομπρός, να σε σπρώξω!
Ένα κρύο πρωινό του Δεκεμβρίου, μπαίνει ο Ψαραντώνης σε ένα ταξί να πάει από το Ρέθυμνο στο Ηράκλειο. Στο πίσω κάθισμα κάθονται δυο νεαροί. Στα μέσα της διαδρομής ανάβει ο Ψαραντώνης ένα τσιγάρο και μετά από λίγο ανοίγει και το παράθυρο για να φύγουν τα ντουμάνια. Το κρύο όμως που έμπαινε μέσα ήταν τσουχτερό. Γυρίζει ο Ψαραντώνης και λέει στους νεαρούς:
- Μρε σεις, εργάτε; (δηλαδή κρυώνετε;)
- Όχι, όχι μπάρμπα. Φοιτητές!
Μια παρέα αντρών είναι στο καφενείο και συζητάνε, στην παρέα τους είναι και ο Ψαραντώνης. Θέμα συζήτησης το πως κρατάς τη σύζυγο να μην γκρινιάζει
Λέει ο πρώτος:
- Εγώ την πήγα πέρυσι ένα ταξίδι στην Γαλλία και φέτος σκέφτομαι να την πάω στην Αυστρία!
Λέει ο επόμενος:
- Εγώ την πήγα στη Νέα Υόρκη και φέτος θα την πάω στο Λος Αντζελες!
Εσύ μωρέ Αντώνη;
Ψαραντώνης:
- Οπέρισυ την επήγα στο μητάτο επάνω στη κορυφή του Ψηλορείτη.
Κι οφέτος μωρέ Αντώνη;
- Οφέτος, λέω να πάω να τήνε πάρω!
Ο δημοσιογράφος απευθύνει ερώτηση στον Ψαραντώνη:
- Κύριε Ψαραντώνη, είστε αυτοδίδακτος;
Κι αυτός του απαντά:
- Όι, αμοναχός μου έμαθα!
Όταν πυροβόλησαν (από λάθος) τον γνωστό Κρητικό λυράρη Βασίλη Σκουλά πήγε ο κουμπάρος του ο Ψαραντώνης στο νοσοκομείο και τον επισκέφτηκε. Εκεί λοιπόν ακολούθησε και ο εξής διάλογος:
Ψαραντωνης: - Ευτυχώς Βασίλη που ήσουνα εσύ και δεν ήμουν εγώ.
Σκουλάς: - Γιάντα μπρέ Αντώνη;
Ψαραντωνης: - Γιατί αν ήμουν εγώ θα την έτρωγα επαέ (δείχνοντας το κούτελό του)!
(λόγω του ιδιόρρυθμου τρόπου παιξίματος του Ψαραντώνη, ο οποίος σκύβει τόσο πολύ όταν παίζει λύρα, που το κεφάλι του ακουμπάει σχεδόν το γόνατό του).
Ο Ψαραντώνης πήγαινε στο Ηράκλειο, κι όπως ήταν σε έναν κεντρικό δρόμο διπλής κατεύθυνσης κάνει μια αντικανονική προσπέραση και λίγο παρακάτω τον σταματάνε κάτι αστυνομικοί.
- Που πας Ψαραντώνη; Δεν βλέπεις την διπλή διαχωριστική γραμμή στο δρόμο; Δεν πρέπει να πατάς με τίποτα αυτή την γραμμή!
Κι αυτός τους απαντά:
- Εεε δεν τση ΄βγαλα και τα άντερα!
Στις δημόσιες τουαλέτες Ηρακλείου Κρήτης πήγε για κατούρημα ο Ψαραντώνης και δίπλα του, ένας ηλικιωμένος κύριος ουρεί και κάπου-κάπου του φεύγει και κανένας σιγανός έως υπόκωφος αερισμός.
Ακούγοντας τον από δίπλα ο Ψαραντώνης του λέει:
- Σύντεκνε, μάρσαρε για θα σβήσεις!
Πάει λέει μια φορά ο Ψαραντώνης, σε ένα καφενείο ενός παλιού του φίλου, στο Τυμπάκι και κάθεται έξω. Βγαίνει έξω και ο καφετζής τονε θωρεί με γύψο στα χέρια και επιδέσμους στο κεφάλι και τον ρωτά:
- Ιντά ΄γινε μπρε Αντώνη, ιντά ΄παθες;
- Εεε ιντά ΄παθα; να... τονε θωρείς έκειωνε το στύλο;
- Ναι τονε θωρώ.
- Ε! μα εγώ δε τον είδα!
Σταματάει ένας τροχονόμος τον Ψαραντώνη για παράβαση και του λέει:
- Τα στοιχεία σου... Λέγε γρήγορα όνομα και διεύθυνση.
Και ο Ψαραντώνης:
- Γιάντα; Αλληλογραφία θ΄ ανοίξουμε;
ΠΗΓΗ:
Ο ιστότοπος αυτός, χρησιμοποιεί μικρά αρχεία που λέγονται cookies τα οποία βοηθούν να βελτιωθεί η περιήγησή σας. Αν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι συμφωνείτε με αυτή την πολιτική...