Μια φορά ήτανε ένας τσιγκούνης από αυτούς που δε λείπουνε στα χωριά. Δεν πήγαινε στη γειτονιά, για να μην πάνε κι αυτουνού ύστερα στο σπίτι του. Δεν πήγαινε στα πανηγύρια, για να μην έχει υποχρεώσεις. Δεν πήγαινε στα καφενεία, γιατί έπρεπε να κεράσει και να τον κεράσουνε.
Τον τελευταίο χρόνο άνοιξε καφενείο στο χωριό τους ένας πρώτος του ανιψιός, μα ο μπάρμπας δεν πάτησε τα πόδια του. Ο ανιψιός έκαμε παράπονα κι έφταξαν ίσαμε τ΄αυτιά του, μα σημασία δεν έδωσε.
Μια Κυριακή μετά τη λειτουργία βγαίνει ο μπάρμπας από την εκκλησία και πηγαίνει κατευθείαν στο καφενείο του ανιψιού του. Όταν τον είδε να μπαίνει μέσα πρώτος, έκαμε το σταυρό του.
- Δόξα σοι ο Θεός, είπε. Να μου κάμει σήμερο ο μπάρμπας μου ποδαρικό απού΄ναι και πρωτομηνιά.
Πλησιάζει ο μπάρμπας το μπουφέ και βγάνει ένα καινούργιο χιλιάρικο* από την τσέπη του και λέει:
- Μωρέ Γιωργιό. Μπα να΄χεις, μωρέ, να μου αλλάξεις εκειονέ το χιλιάρικο;
Κοίταξε το συρτάρι του το Γιωργιό, μα δε βλέπει να΄χει.
- Δε φτάνουνε, μπάρμπα, τα ψιλά μου.
Του γέρου του κακοφάνηκε. Δίπλωσε το χιλιάρικο και το΄βαλε στη τσέπη και προτού φύγει, γυρίζει και λέει του ανιψιού του:
- Ύστερα δα, Γιωργιό να μην παραπονάσαι πως δε σε προτιμούμε!
* χιλιάρικο = χαρτονόμισμα χιλίων δραχμών
Ο ιστότοπος αυτός, χρησιμοποιεί μικρά αρχεία που λέγονται cookies τα οποία βοηθούν να βελτιωθεί η περιήγησή σας. Αν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι συμφωνείτε με αυτή την πολιτική...