Θεόδωρος Κουρεντζής

Θεόδωρος ΚουρεντζήςΔιαπρέπει στις μεγάλες διεθνείς μουσικές σκηνές, με πολλές από τις οποίες συνεργάζεται, ενώ έχει τιμηθεί με τις υψηλότερες διακρίσεις, που επιθυμεί κάθε μουσικός. Ο λόγος για τον 39χρονο διευθυντή ορχήστρας Θεόδωρο Κουρεντζή, που έλκει τα φώτα της δημοσιότητας των μεγαλύτερων μέσων μαζικής ενημέρωσης, παγκοσμίως, καθώς θεωρείται ως ένας από τους πλέον πρωτοποριακούς μουσικούς των ημερών μας.

Στη Ρωσία, όπου εργάζεται εδώ και πολλά χρόνια, τον λατρεύουν - τον θεωρούν δικό τους άνθρωπο και τον αποκαλούν "τρομερό παιδί". Σε ηλικία μόλις είκοσι τριών ετών άρχισε να διευθύνει τη Φιλαρμονική της Αγίας Πετρούπολης, ενώ έχοντας περάσει από τα Μπολσόι, αλλά και την Όπερα του Νοβοσιμπίρσκ (τη μεγαλύτερη της Ευρασίας), πριν από ένα χρόνο ανέλαβε τη διεύθυνση του Θεάτρου Όπερας και Μπαλέτου της πόλης Περμ.

Ο πρωθυπουργός της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν συγκαταλέγεται μεταξύ των δηλωμένων θαυμαστών του, ενώ και ο ρώσος πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβιέντεφ τον έχει τιμήσει με το "Παράσημο της Φιλίας", σε αναγνώριση της μεγάλης συμβολής του στη διατήρηση, ανάπτυξη και εκλαΐκευση της ρωσικής κουλτούρας στο εξωτερικό. Φέτος, τιμήθηκε, για τέταρτη φορά, με τη "Χρυσή Μάσκα", το μεγαλύτερο θεατρικό βραβείο της Ρωσίας, αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα διεθνώς.

Ο αρχιμουσικός δεν επαναπαύεται στις δάφνες του, αφού, όπως δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο καλλιτέχνης πρέπει να βρίσκεται, σε όλη του τη ζωή, σε μία κατάσταση συνεχούς αναζήτησης. "Δεν υπάρχει τέλος σε αυτή την ιστορία. Πρέπει να αισθάνεσαι σε όλη σου τη ζωή ότι βρίσκεσαι σε μία φοιτητική αναζήτηση. Αυτό είναι ένα θαύμα και εκεί βρίσκεται η ευτυχία", τονίζει.

 

Ο μυθικός κόσμος της μουσικής ήταν πάντα μέρος της ζωής του, από τα παιδικά του χρόνια στο Βύρωνα Αττικής, αφού η μητέρα του υπήρξε δασκάλα του πιάνου, ο θείος του μουσικός και ο πατέρας του λάτρης του είδους. Προτού ακόμη ξεκινήσει το σχολείο, έκανε μαθήματα πιάνου, ενώ στα επτά του χρονιά άρχισε να μαθαίνει βιολί. Στα δώδεκα φοιτούσε στο Εθνικό Ωδείο (στο Τμήμα Θεωρητικής Μουσικής και στο Τμήμα Εγχόρδων). Μετά το Λύκειο κι ενώ είχε εξασφαλισμένη υποτροφία για τη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης, παίρνει μία απόφαση ζωής- φεύγει για τη Ρωσία για να φοιτήσει πλάι σε μία μυθική μορφή της σοβιετικής διεύθυνσης ορχήστρας, τον Ηλία Μούσιν, στο διάσημο Κρατικό Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης. Στην απόφαση αυτή συνέβαλε η μεγάλη του αγάπη για τη ρωσική μουσική.

«Ευχαριστώ το Θεό, που μου έδωσε τη δυνατότητα να βρεθώ πλάι σε αυτή τη μεγαλοφυΐα. Με τον Μούσιν είχα μία πολύ ιδιαίτερη σχέση. Από το πρωί μέχρι το βράδυ ζούσαμε μία μουσική 'μέθεξη'. Δεν υπήρχαν τα όρια μιας συγκεκριμένης ώρας, που κάνεις μάθημα και τελείωσε. Πηγαίναμε μαζί στα κοντσέρτα, αλλά και ακόμη, όταν πίναμε καφέ, μιλούσαμε για τη μουσική. Και αυτό μου άρεσε πολύ», αφηγείται.

Ο Μούσιν αγαπούσε ιδιαίτερα τον Κουρεντζή, έχοντας πει μάλιστα πως ενώ είχε πολύ ταλαντούχους μαθητές, μόνο ένας ήταν διάνοια, ο Τεοντόρ, όπως αποκαλούν τον Έλληνα αρχιμουσικό οι Ρώσοι.

Κάτι, που ίσως δεν είναι πολύ γνωστό είναι ότι μαθητής του Μούσιν υπήρξε και άλλος ένας μεγάλος Έλληνας, ο Οδυσσέας Δημητριάδης, που επί δύο δεκαετίες διετέλεσε διευθυντής ορχήστρας στο Θέατρο Μπολσόι, όπως και στην Όπερα της Τιφλίδας. Στη μνήμη αυτού του "κολοσσού", του τελευταίου των μεγάλων αρχιμουσικών και μουσικοπαιδαγωγών της σοβιετικής εποχής, με τον οποίο συνδεόταν προσωπικά, ο Θεόδωρος Κουρεντζής διηύθυνε, το καλοκαίρι του 2005, την ορχήστρα "Moscow Virtuosi", στο προαύλιο του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου.

Η μουσική είναι σαν τον έρωτα...

Για τον Θεόδωρο Κουρεντζή, η μουσική είναι σαν τον έρωτα: Θέλει αφοσίωση και πολλή πίστη... Τι είναι, όμως, αυτό που την κάνει ... αγία; «Μας κάνει να εκφράζουμε πράγματα που δεν μπορούμε να τα εκφράσουμε με τον καθημερινό μας λόγο, συναισθήματα που δεν μπορούμε να τα ψηλαφίσουμε, όνειρα τα οποία έχουν καταγραφεί στο κόκκινο βιβλίο-είναι προς εξαφάνιση. Και έρχεται η μουσική να μας σώσει», απαντά.

Μας εξηγεί ακόμη ότι όλοι οι ήχοι που χρησιμοποιούνται σε μια συμφωνία υπάρχουν στη φύση, αλλά και στην καθημερινότητά μας: «Αν περάσουμε την οδό Πανεπιστημίου στην Αθήνα ή την Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη, θα ακούσουμε όλους τους ήχους, όλες τις τονικότητες, που υπάρχουν σε μια ορχήστρα. Τι είναι, όμως, αυτό που μας κάνει να γελάμε ή να κλαίμε όταν ακούμε μια ορχήστρα; Δεν είναι ο συνδυασμός αυτών των ήχων, ούτε των λέξεων. Είναι η δουλειά, το μεράκι του καλλιτέχνη, που 'σφαδάζει' μέσα σ' αυτό το έργο, για να μείνει ζωντανός. Εκφράζει όλες του τις ανησυχίες στον κόσμο και τον καλεί να συνεκφραστεί μαζί του».

Ο Τεοντόρ διευθύνει πάντα, φορώντας μαύρο πουκάμισο, χωρίς γιακά, ενώ δεν κρατάει μπαγκέτα.

«Κάνω οτιδήποτε για να μην μοιάζω με μαέστρος, γιατί πιστεύω ότι αυτή η Τέχνη πρέπει να μεταμορφωθεί, να φύγει από την ψευτομπουρζουάζικη νοοτροπία και να γίνει κομμάτι της ζωής μας. Δεν θέλω οι κοπέλες να ερωτεύονται το γαμπρό, να ερωτεύονται τον απλό άνθρωπο. Σκεφθείτε πόσο ψέμα ζούνε οι άνθρωποι που δεν έχουν φορέσει ποτέ στη ζωή τους ένα κοστούμι και ξαφνικά ντύνονται γαμπροί», λέει γελώντας.

Στα Μπολσόι των Ουραλίων

Η πρόσκληση να αναλάβει διευθυντής του Θεάτρου Όπερας και Μπαλέτου της πόλης Περμ- τα Μπολσόι των Ουραλίων, όπως αποκαλούνται- ήταν άλλη μια πρόκληση για τον Έλληνα αρχιμουσικό.

Η Όπερα αυτή, με ιστορία 140 χρόνων, είναι ένα από τα ατού της πόλης, που διεκδικεί τον τίτλο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης. Εκεί, ο Θεόδωρος Κουρεντζής απερίσπαστα πραγματοποιεί το όνειρό του- να δημιουργήσει το δικό του "μουσικό μοναστήρι", που θα αντιτίθεται στο σύστημα της σόου μπίζνες, όπως αναφέρει.

«Ένα χρόνο είμαι εκεί και είμαι ευτυχισμένος, γιατί κάνουμε πρωτοποριακή δουλειά, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Ας μου επιτραπεί η έκφραση, κάνουμε χειροποίητη Τέχνη. Μαζευτήκαμε άνθρωποι που έχουν ακόμα όνειρα, οι καλύτεροι μουσικοί-διανοούμενοι της Ρωσίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας... Μετακόμισαν όλοι στην Περμ για να κάνουμε πραγματικότητα το όνειρό μας για το πώς πρέπει να είναι σήμερα ένας αληθινός μουσικός οργανισμός», μας λέει.

Σ' αυτή την παλιά πόλη, με τη μεγάλη ιστορία, "γίνονται πράγματα αδιανόητα, πρωτοποριακά", σημειώνει ο κ. Κουρεντζής, εξηγώντας: «Προσπαθούν να επιμορφώσουν τον κόσμο, να δώσουν νέα αναστήματα μορφωτικά. Αυτό είναι ένα ακόμη τεράστιο κάλεσμα για μένα να δημιουργήσω μια τέτοια παράδοση στην πόλη, με τους καλύτερους νέους στο είδος, από διάφορα σημεία της γης, που δεν θέλουν να ακολουθήσουν πιστά το σταρ σύστημα. Θέλουν να κάνουν πραγματική Τέχνη».

Τους συνεργάτες του τους επιλέγει ο ίδιος, μέσα από "τρομερές", όπως λέει, ακροάσεις. Και η συνέχεια πρωτόγνωρη για τα δεδομένα όχι μόνο της Περμ, αλλά και τα διεθνή, γεγονός που καταξιώνει τα σχήματα "Musica Aeterna Ensemble" και "New Siberian Singers", που ο ίδιος έχει δημιουργήσει. "Φανταστείτε ότι γίνονται σεμινάρια χορού, μπαρόκ και ροκοκό, για να ξέρουν οι μουσικοί πώς να παίξουν μια αλεμάντα. Πράγματα απίστευτα, που αν τα πείτε σ' έναν Ευρωπαίο, θα μείνει άφωνος", επισημαίνει.

«Πολλές φορές κάνω να βγω από το θέατρο και δύο εβδομάδες. Εργάζομαι από το πρωί μέχρι το βράδυ, με ρυθμούς απίστευτους. Θέλουμε να δώσουμε μια αρτιότητα για την αιωνιότητα και το πνεύμα της μουσικής. Και όταν αυτό υπάρξει, σε συγκεκριμένη βάση, τότε ο κόσμος αρχίζει και ανταποκρίνεται σε αυτό το 'ευ ζην' της μουσικής...», σημειώνει με γλαφυρότητα.

Μεταξύ των συνεργατών του έχει και Έλληνες, όπως η μουσικός Μήδεια Ιασωνίδου, αλλά και τραγουδιστές, που δυστυχώς, όπως λέει, τους έχει "καταβροχθίσει" η ελληνική πραγματικότητα. Οι άνθρωποι αυτοί, με δική του ενθάρρυνση διαπρέπουν πλέον σε διάφορα παγκόσμια θέατρα. Ένας απ' αυτούς είναι και ο βαρύτονος Δημήτρης Τηλιακός, με τον οποίο ο ίδιος έχει κάνει πολύ επιτυχημένες παραγωγές στην Όπερα της Βαστίλης και στη Ρωσία.

Αυτή την εποχή, ο Κουρεντζής συνεργάζεται με τους σκηνοθέτες Γιάννη Κουνέλη και Θεόδωρο Τερζόπουλο, για μια μεγάλη παραγωγή, αυτή του "Νοσφεράτου", μια σύγχρονη όπερα του Ντμίτρι Κουρλιάνσκι, η μουσική του οποίου χαρακτηρίζεται ως "ριζοσπαστική" από κορυφαίους μουσικοκριτικούς. Το λιμπρέτο υπογράφει ο Δημήτρης Γιαλαμάς, καθηγητής του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ της Μόσχας, μορφωτικός σύμβουλος της πρεσβείας μας στη Ρωσία. Η πρεμιέρα θα γίνει στην Όπερα Μπολσόι, τον Μάρτιο του 2012.

"Ουδείς προφήτης στον τόπο του"

Η Ρωσία είναι η βάση του Θεόδωρου Κουρεντζή, καθώς είναι ο χώρος που τον υποστήριξε πάρα πολύ. Δεν ξεχνάει όμως και την Ελλάδα, αν κι αυτή τον ... αγνοεί, όπως μας αναφέρει χαρακτηριστικά. "Δημιουργώντας ένα έργο, οι άνθρωποι αυτοί το δέχτηκαν με μεγάλη χαρά και αυτό μου έδινε την κινητήρια δύναμη να κάνω περισσότερο πράγματα. Και μέσα από αυτό γίνεται προβολή ενός ελληνικού ήθους, το οποίο πεθαίνει όταν βρίσκεσαι στη γενέτειρα", επισημαίνει.

Στη Ρωσία βρίσκει πρόσφορο έδαφος, καθώς οι Ρώσοι, "είναι πολύ συμβατοί με τους Έλληνες, αφού πάρα πολλά πράγματα που τους έχουν μεταδοθεί από εμάς, από τους σωστούς Έλληνες, τα έχουν διατηρήσει". Το ταξίδι του στη Ρωσία, το χαρακτηρίζει μαγικό. "Είναι σαν να βρίσκομαι σε μια 'κρυφή' Ελλάδα, έτσι το αισθάνομαι μέσα μου", τονίζει.

Σε μια προσπάθεια να στηρίξει την προβολή της χώρας μας στη Ρωσία, ίδρυσε το 2002, μαζί με τη Ρωσίδα ελληνίστρια, φιλόλογο, Φατίμα Γιελόεβα, υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού της Ελλάδας, το Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης.

«Προσπάθησα να μην αποστασιοποιηθώ από την Ελλάδα, να κάνω κάτι που να έχει συλλογικό χαρακτήρα. Όλες οι προσπάθειές μου, όμως, δεν οδηγούσαν πουθενά. Οπότε, αποφάσισα να αποκτήσω ο ίδιος μια συγκεκριμένη ισχύ και όσο μπορώ, μέσα από το δικό μου έργο, να προβάλω το 'φως' της πατρίδας μου, ένα φως βάθους, κατανόησης», μας εξηγεί.

Στην Ελλάδα, ο Θεόδωρος Κουρεντζής εμφανίστηκε μόνο μια φορά, το 2007, στο Φεστιβάλ Αθηνών, που κατά τη γνώμη του είναι "το μόνο πράγμα που λειτουργεί σωστά στα μουσικά πράγματα της Ελλάδας, που οφείλεται στον Γιώργο Λούκο, άνθρωπο με τη φοβερή ποιότητα και πείρα". Το Μέγαρο Μουσικής δεν τον έχει καλέσει ποτέ, όπως λέει, σημειώνοντας λακωνικά: "Δεν ξέρω αν γνωρίζουν καν το όνομά μου. Άλλωστε, όπως λέει ο λαός μας, 'ουδείς προφήτης στον τόπο του' ".

Κάθε καλοκαίρι, στα μέσα Ιουλίου ή αρχές Αυγούστου, ο Θεόδωρος Κουρεντζής επισκέπτεται την Ελλάδα, με απαραίτητο σταθμό το Βύρωνα, όπου ζουν οι γονείς του. Είναι η περίοδος ανάπαυσης και συνάντησης με φίλους, με τους οποίους αναπολεί τα χρόνια των δεκαετιών του ΄70 και του΄80.

«Όταν ήμουν μικρός, ο Βύρωνας είχε ακόμη χωράφια, παίζαμε στο δρόμο. Οι άνθρωποι ένιωθαν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο. Είχαμε τον μανάβη, τον μπακάλη, τον χασάπη, τον καφενέ ... Είχαμε προσωπικότητες, οι άνθρωποι διασκέδαζαν με τα πικάπ στο πεζοδρόμιο. Αυτό είναι το ελληνικό ήθος. Αυτό, όμως, δεν ικανοποιούσε τους κυβερνώντες, είχαν άλλα σχέδια-πρόχειρες πολυκατοικίες, εξαγόρασαν τις ψυχές των ανθρώπων με το χρήμα και έστησαν αυτά τα εξαμβλώματα. Και πάνε όλες αυτές οι καλημέρες: γεια σου κυρ Κώστα, κυρ Γιάννη...», θυμάται με νοσταλγία.

Μελλοντικές εμφανίσεις

Αυτή την εποχή, πέρα από τις υποχρεώσεις στην Περμ, ο Θεόδωρος Κουρεντζής συνεργάζεται με το Τεάτρο Ρεάλ της Μαδρίτης, όπου ετοιμάζει την όπερα των Μπέρτολτ Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ "Άνοδος και πτώση της πόλης του Μαχαγκόνι", με τη φημισμένη καταλανική ομάδα Φούρα ντελς Μπάους. Για το λόγο αυτό θα ταξιδέψει στη Μαδρίτη.

Στις 24 Σεπτεμβρίου, κάνει πρεμιέρα στην Περμ το "Cosi fan tutte" (Έτσι κάνουν όλες) του Μότσαρτ, με ηχηρά ονόματα, όπως η υψίφωνος Άννα Κασιάν, ο βαρύτονος Brett Poligato κ.ά.

Αμέσως μετά φεύγει για μια μεγάλη περιοδεία σε πόλεις της Γερμανίας και στην Πολωνία. Μεταξύ άλλων είναι επίσημος προσκεκλημένος της Ραδιοφωνικής Ορχήστρας του Μπάντεν Μπάντεν, μια από τις καλύτερες ορχήστρες σύγχρονης μουσικής.

Για το Φεστιβάλ Ντιάγκιλεφ, που ανέλαβε φέτος τη διεύθυνσή του, ετοιμάζει νέες παραγωγές.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ